- οικοδεσποτικός
- οἰκοδεσποτικός, -ή, -όν (Α) [οικοδεσπότης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οικοδεσπότη2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλανήτη που δεσπόζει κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰκοδεσποτικῶν — οἰκοδεσποτικός fit for a père de famille fem gen pl οἰκοδεσποτικός fit for a père de famille masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποτικόν — οἰκοδεσποτικός fit for a père de famille masc acc sg οἰκοδεσποτικός fit for a père de famille neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποτικούς — οἰκοδεσποτικός fit for a père de famille masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποτικῆς — οἰκοδεσποτικός fit for a père de famille fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)